φτυάρισμα

φτυάρισμα
φτυάρισμα, το και φκιάρισμα, το, -ατος
το μάζεμα ή το ανακάτεμα ή η μετατόπιση με το φτυάρι σωρού από στερεά πράγματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φτυάρισμα — το, Ν [φτυαρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτυαρίζω …   Dictionary of Greek

  • Ντεκοβίλ, Πολ — (Paul Decauville, Πτι Μπουργκ, Εσόν 1846 – Νεϊγί 1922). Γάλλος βιομήχανος και εφευρέτης. Εφηύρε έναν τύπου σιδηροδρόμου που λύνεται, μεταφέρεται εύκολα και επανασυναρμολογείται και φέρει το όνομά του. Ο Ν., απόγονος οικογένειας μεγάλων… …   Dictionary of Greek

  • φκιάρισμα — το, ατος βλ. φτυάρισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουσκαλιάζω — φουσκάλιασα, φουσκαλιασμένος, αμτβ., σχηματίζω φουσκάλες, γεμίζω φλύκταινες (βλ. λ.): Από το πολύ φτυάρισμα φουσκάλιασαν τα χέρια του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”